22 Ιουλίου 2015

Γκουστάυος Φλουράνς : Πολίτης Κρής .

Γκουστάβ Φλουράνς: Εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση του 1866
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
(Μέρος πρώτο)
                                                 Ένας Φραντσέζος ο Φλοράνς στη μάχη μιαν ημέρα,
                                                 εφώνιαζε αδυνατά, «να μπάρμπαρε μια σφαίρα».
                                                 Των Μποτσαρέων συγγενής τρέχει και τον κολόνε

                                                 μαυτόν μια σφαίρα εχθρική κτυπά και τον σκοτόνει.
                                                 Αυτός ο Γάλλος ήτονε πολλ’ ενθουσιασμένος,
                                                 στους Έλληνες στον πόλεμο ολ’ αφοσιωμένος»


Φυσιολόγος, με κλίση μάλλον προς την ανθρωπολογία, εφήμερος καθηγητής στο κολέγιο της Γαλλίας, μαχόμενος δημοσιογράφος στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Νεάπολη, εθελοντής στην επανάσταση της Κρήτης και εκλεγμένος πληρεξούσιος του Κρητικού Λαού, καταζητούμενος στη Γαλλία, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Ιταλία εξαιτίας της ανατρεπτικής του δράσης, διοικητής τάγματος κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού, στρατηγός και εκλεγμένο μέλος της Παρισινής Κομμούνας, ο Γουσταύος Φλουράνς έζησε, στα τριάντα τρία χρόνια της ύπαρξής του (1838-1871), μια ζωή πολυτάραχη. 
O άγνωστος στους περισσότερους Γκουστάβ Φλουράνς, που η παράτολμη δράση του στη Κρητική επανάσταση του 1866 καλύπτεται από την παρασιώπηση και την ιστορική λήθη, δεν έχει σήμερα στα Χανιά ούτε ένα μνημείο, ούτε μια προτομή σε κάποια πλατεία να θυμίζει στους νεότερους την ανιδιοτελή προσφορά του στους αγώνες των Κρητών για την απελευθέρωσή τους από τον οθωμανικό ζυγό. Μόνο σ’ ένα δρομάκι στη λαϊκή συνοικία της Νέας Χώρας έχει δοθεί τ’ όνομά του2, το 1938 μάλιστα, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μεταξά, που τον “τίμησε” ως φιλέλληνα, αγνοώντας προφανώς πως ο ονειροπόλος αυτός Γάλλος δημοκράτης και σοσιαλιστής του 19ου αιώνα υπήρξε φλογερός μπλανκιστής επαναστάτης3 με διεθνή δράση που: «ήρθε δύο φορές πριν το ’70 στην Ελλάδα όχι για να θαυμάσει τις αρχαιότητές της, μα για ν’ αγωνισθεί για τις λαϊκές και εθνικές ελευθερίες της…».4

Σύμφωνα με τον Κορδάτο: «την πρώτη φορά ήρθε στα 1864 μαζύ με τον άλλον επαναστάτη τον Τσιμπριάνι. Η εκθρόνιση του Όθωνα τον ηλέχτρισε. Ηρθε ν’ αγωνιστεί για την ελληνική δημοκρατία. Πήρε κι’ όλας μέρος στις λαϊκές διαδηλώσεις, κι’ έβγαλε για λίγες μέρες κ’ εφημερίδα άκρων δημοκρατικών αρχών την “Indépendance”.

Στα Ιονιακά μαζύ με τον Τσιπριάνη έστησαν οδοφράγματα στην Αιόλου-Ερμού και είταν η πρωτοπορεία της υπερδημοκρατικής ομάδας που λεγόταν “Εθνικό Κομμιτάτο”».5

Αφού έμεινε για λίγο στην Κωνσταντινούπολη, το 1866 πέρασε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε προσωρινά στην Αθήνα, όπου σε λίγο έφθασαν οι φήμες μιας επικείμενης επανάστασης των Κρητών κατά των Οθωμανών.

Φαινομενικά, το 1866, στη Μεγαλόνησο επικρατούσε ησυχία, εν αναμονή της εφαρμογής των όρων του σουλτανικού φιρμανιού Χαττ-ι Χουμαγιούν του 1856. Ομως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι μεταρρυθμίσεις επηρέασαν θετικά μόνο τα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιφέρεια, η κατάσταση δεν παρουσίασε σημαντική βελτίωση.6

Η φορολογία αντί να ελαττωθεί έγινε περισσότερο δυσβάστακτη, ιδιαίτερα από το 1863 και εξής, που για δεύτερη φορά ανέλαβε καθήκοντα γενικού διοικητή της Κρήτης ο Ισμαήλ πασάς. Συχνές ήταν οι καταδιώξεις, οι φυλακίσεις και οι φόνοι για ασήμαντες ή για ανύπαρκτες αιτίες. Παράλληλα οι προσπάθειες του Ισμαήλ στόχευαν στον αφοπλισμό των κατοίκων καθώς και τον διορισμό πιστών οργάνων του στις δημογεροντίες.7

Η κατάσταση αυτή οδήγησε στο ξέσπασμα επαναστάσεων στην περιφέρεια της Αυτοκρατορίας που εκδηλώθηκαν με σφοδρότητα στην Κρήτη και την οθωμανική Μακεδονία.8

Στην Ελλάδα το λαϊκό αίσθημα ήταν αταλάντευτα με το μέρος των Κρητών, το οποίο εκφραζόταν με συλλαλητήρια.9

Την Κυριακή, 25 Μαρτίου 1866 πραγματοποιήθηκε στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου της Αθήνας ένα ακόμη μεγάλο και δυναμικό συλλαλητήριο αλληλεγγύης προς τους Κρήτες. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Φλουράνς είχε ανακοινώσει πως θα μιλήσει στα γαλλικά στις 5μ.μ. στην πλατεία της Ομόνοιας “περί Ελληνισμού”. Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, ενοχλημένη από το φιλελληνισμό του δε δίστασε να απαγορεύσει την ομιλία του.10

Οταν ο Φλουράνς, επιβλητικός με την πρόωρη φαλάκρα του και την φουντωτή κόκκινη γενειάδα του, επιχείρησε να πάρει στη συγκέντρωση τον λόγο, κατέφθασε η αστυνομία, απαγορεύοντάς του να συνεχίσει την ομιλία του διαλύοντας ταυτόχρονα το συγκεντρωμένο πλήθος.


Λίγες εβδομάδες αργότερα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη με στόχο την έκδοση μιας εφημερίδας, και μάλιστα καθημερινής, σε κοσμοπολίτικο περίγυρο, ωστόσο φαίνεται πως ποτέ δεν κατάφερε να πάρει από τις οθωμανικές αρχές την πολυπόθητη άδεια.11

Επίσημη κήρυξη της Κρητικής επανάστασης και έναρξη των εχθροπραξιών

Στο μεταξύ στην Κρήτη η επιτροπή που είχε συσταθεί τους πρώτους μήνες του 1866, για να απαιτήσει ριζικές αλλαγές στο νησί, στις 14 Μαΐου του 1866 από την Αγ. Κυριακή, αφού έφτασαν και οι πληρεξούσιοι σχεδόν απ’ όλες τις επαρχίες της Κρήτης, υπέγραψε κι έστειλε αναφορά προς το σουλτάνο, από τον οποίο, ανάμεσά στ’ άλλα ζητούσε: ανακούφιση από τους υπέρογκους δασμούς και φόρους, τροποποίηση της εκλογής των συμβούλων και των δημογερόντων, ίδρυση δανειστικής Τράπεζας, αναδιοργάνωση των δικαστηρίων, σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και εξασφάλιση πραγματικής ανεξιθρησκίας.12

Την ίδια μέρα η επιτροπή έστειλε αντίγραφα της αναφοράς και στους τρεις προξένους των ξένων δυνάμεων στα Χανιά.

Επιπλέον, όμως, την επόμενη μέρα, 15 Μαΐου, οι περισσότεροι από τους πληρεξούσιους υπέγραψαν και “μυστικό υπόμνημα” προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις προτείνοντας ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, από την παραμονή κάτω από τον ζυγό μιας διαλλακτικότερης οθωμανικής κυριαρχίας ως μια εγγυημένη από τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις αυτονομία και την πλήρη ένωση με την Ελλάδα.

Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων στο υπόμνημα υπήρξε η σιωπή. Μπορεί η Ρωσία να ήταν πιο ευνοϊκή στην εξέγερση των χριστιανών της Κρήτης, ωστόσο δεν θα αναλάμβανε καμία πρωτοβουλία χωρίς την απαραίτητη σύμπραξη των δυτικών Δυνάμεων, οι διαθέσεις των οποίων ήταν αρνητικές. Ιδιαίτερα η Αγγλία ήταν φανατική υπέρμαχος του status quo της ανατολικής Μεσογείου, επειδή τα αποικιακά της συμφέροντα απαιτούσαν την ελεύθερη διάβαση προς τις Ινδίες.13

Σταθερά αρνητική στην περίπτωση Κρητικής επανάστασης ήταν μάλλον η θέση της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Μπενιζέλου Ρούφου. Αλλωστε και ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α’ είχε γερά προσδεθεί στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων. Τον Ιούνιο, όμως, με την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Βούλγαρη-Δεληγιώργη, η ελληνική πολιτική μεταστράφηκε κάπως. Αν και επίσημα ουδέτερη στο Κρητικό ζήτημα, η κυβέρνηση ευνόησε τις επαφές ανάμεσα στην Κρήτη και στην Αθήνα14. Στις αρχές Αυγούστου 1866 είχαν ήδη συσταθεί δύο επιτροπές, Αθηνών και Σύρου, για την ενίσχυση του Κρητικού αγώνα και την αποστολή των πρώτων εθελοντών, τροφών και πολεμοφοδίων.

Η Κρητική επανάσταση ανακηρύχθηκε “επίσημα” στις 21 Αυγούστου του 1866, όταν η “Γενική Συνέλευση των Κρητών” από το χωριό Ασκύφου των Σφακιών κήρυξε επίσημα την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο Φλουράνς με τηλεγράφημά του προς τον Γάλλο πρόεδρο Θιέρσιο, ζητούσε την προάσπιση των δικαιωμάτων του κρητικού λαού.

Έντονη υπήρξε η αντίδραση της Υψηλής Πύλης που κινήθηκε δραστήρια για την καταστολή της. Η πρώτη μεγάλη νίκη στις συγκρούσεις, ωστόσο, ανήκει στους επαναστατημένους Κρητικούς που στις 31 του Αυγούστου υποχρέωσαν τον τουρκοαιγυπτιακό στρατό να συνθηκολογήσει και να αποσυρθεί από τις Βρύσες Αποκορώνου με βαρύτατες απώλειες. Παράλληλες πολεμικές επιχειρήσεις συνέβησαν τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου και στο Ρέθυμνο, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, καθώς και στο Ηράκλειο.15

Στις 30 Αυγούστου 1866 έφτασε στην Κρήτη ο Μουσταφά πασάς και ανέλαβε τη γενική διοίκηση και αρχηγία του νησιού. Χρησιμοποιώντας υποσχέσεις και απειλές επιδίωξε να πετύχει τη γρήγορη καταστολή της επανάστασης, μα οι χειρισμοί του απορρίφθηκαν από τη Γενική Συνέλευση και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στη Μαλάξα (7-11 Σεπτεμβρίου) και στην Κάνδανο (21 Σεπτεμβρίου)16

Σπουδαιότερη ήταν η επόμενη εκστρατεία του Μουσταφά στην Κυδωνία και τον Αποκόρωνα (27 Σεπτεμβρίου-6 Οκτωβρίου 1866), όπου παρέδωσε στη λεηλασία και την πυρά τα χωριά Λάκκοι, τα Μεσκλά, τον Θέρισο και τους Κάμπους, προξενώντας μεγάλες καταστροφές στην ύπαιθρο.

Στις 8 Οκτωβρίου ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το ορεινό χωριό Βάμο στον Αποκόρωνα, ενώ οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν αρκετά νοτιότερα στο χωριό Βαφέ, εναντίον του οποίου βάδισε ο Μουσταφά πασάς στις 12 Οκτωβρίου. Η πρώτη του επίθεση αποκρούσθηκε. Στη συνέχεια όμως έφθασε και δεύτερο τμήμα και οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν με αταξία, κυρίως οι εθελοντές που παρέσυραν και τους άλλους.

Η μάχη στο Βαφέ είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο στο ηθικό των επαναστατών, που ως τότε δεν είχαν αντιμετωπίσει αποτυχίες, με αποτέλεσμα πολλοί να σκέπτονται ότι τα πάντα είχαν τελειώσει. Ιδιαίτερα οι εθελοντές ζητούσαν ευκαιρία για να επιστρέψουν στην Ελλάδα.18

Μια τέτοια κρίσιμη συγκυρία θα αποθάρρυνε πολλούς τυχοδιώκτες φιλέλληνες να μεταβούν για τιμές και αξιώματα στην επαναστατημένη Κρήτη, όχι όμως και τον Φλουράνς, που στις 2 Νοεμβρίου με το ατμόπλοιο “Πανελλήνιον” αναχωρούσε από το λιμάνι της Σύρου με προορισμό το Ρέθυμνο.
Μαζί του είχαν επιβιβαστεί ακόμη τετρακόσιοι εθελοντές κάτω από τις διαταγές του συνταγματάρχη Χρίστου Βυζάντιου.

Ο καιρός, όμως, κράτησε το ατμόπλοιο δύο ακόμα μέρες στην Πάρο και στη συνέχεια από τα Κύθηρα ο πλοίαρχος Αγγελικάρας αποφάσισε λόγω των ανέμων, ότι θα έπρεπε να κατευθύνει το πλοίο προς το ακρωτήρι Σπάθα της Κισάμου αντί του Ρεθύμνου.

Οι άνδρες του Βυζάντιου τελικά αποβιβάστηκαν στις 7/11/1866 νοτιοδυτικά της Κρήτης κοντά στο ακρωτήρι Κριού Μέτωπο, αρκετά μακριά από τα αρχικά σχέδια των επαναστατών, ενώ την επόμενη άρχισε η πολιορκία της μονής Αρκαδίου από το στρατό του Μουσταφά πασά.

Στη συνέχεια οι εθελοντές κατευθύνθηκαν στο χωριό Πελεκάνος Σελίνου με τα τρόφιμα, τα πολεμοφόδια και το πυροβολικό τους, όπου ο συνταγματάρχης αγνοώντας τις οδηγίες της Αθήνας και τις εκκλήσεις των Ζυμβρακάκη και Κορωναίου να ενωθεί μαζί τους, αποφάσισε να επιτεθεί στο φρούριο του Καστελιού Κισάμου.

Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 20/11/1866 αλλά η ισχυρή αντίσταση των Τούρκων μέσα στο πολιορκημένο φρούριο και η παρουσία μιας τουρκικής φρεγάτας που κανονιοβολούσε εύστοχα τις θέσεις των επαναστατών οδήγησε σε μια άσκοπη αιματοχυσία με τον αριθμό των νεκρών κατά τον Π. Πρεβελάκη να ξεπερνά τους δέκα19, ενώ κατ’ άλλους να στοιχίζει τη ζωή σε 50 Κρητικούς επαναστάτες.20

Τότε μόνο ο φιλόδοξος Βυζάντιος πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το σχέδιό του και να ενωθεί με τα σώματα των Ζυμβρακάκη και Κορωναίου.

Η μάχη του Καστελιού Κισάμου αποτέλεσε το βάπτισμα του πυρός για τον Φλουράνς. Ο ίδιος έναν μήνα αργότερα θα περιγράψει ως εξής την εμπειρία του αυτή: «Πήρα, στις 2 Δεκεμβρίου [ν.η.] στο Καστέλι Κισάμου, τα πρώτα μου πολεμικά μαθήματα, μέσα σε βροχή από οβίδες και βόμβες που μας έριχνε μια τουρκική φρεγάδα. Δίπλα μου, ένας άνθρωπος σκοτώθηκε, ένας άλλος τραυματίστηκε θανάσιμα. Εφερα πίσω μαζί μου από τη μάχη τα τέσσερα μέλη μου και το μυαλό μου, σώα και αβλαβή».21

Στην πραγματικότητα ο Φλουράνς έδειξε στη μάχη αυτή μεγάλη παλικαριά και διορίστηκε από τον Βυζάντιο αξιωματικός του επιτελείο του.22

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    1. Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης το 1983 υποστήριξε με επιτυχία τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης με θέμα Gustave Flourens (1838-1871) et la Grèce. Αυτή τη διατριβή μετάφρασε η Αθηνά Βουγιούκα και τύπωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στην Αθήνα το 1998, για να κυκλοφορήσει ως αυτοτελές βιβλίο με τον τίτλο: “Η ζωή και ο θάνατος του Γουσταύου Φλουράνς”. Πολλές από τις πληροφορίες του άρθρου έχουν αντληθεί από το πολύ κατατοπιστικό αυτό βιβλίο του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη.

    2. Το δρομάκι αρχίζει από την οδό Σελίνου και φτάνει μέχρι την Ακτή Παπανικολή.

    3. Ο Ωγκύστ Μπλανκί (1805–1881), η πιο ηρωική προσωπικότητα του γαλλικού Σοσιαλισμού του 19ου αιώνα, καταδικάστηκε κατ’ επανάληψη σε θάνατο, πέρασε το μισό σχεδόν της ζωής του (συνολικά 36 από τα 75 χρόνια της ζωής του) στις φυλακές και υπήρξε ο θεωρητικός συγκεκριμένης επαναστατικής μεθοδολογίας η οποία ονομάστηκε “Μπλανκισμός” και εστιαζόταν στην αιφνιδιαστική ένοπλη κατάληψη της εξουσίας από έναν μικρό κύκλο καλά εκπαιδευμένων επαναστατών.

    4. Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, περιοδικό “ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ”, τεύχος 2, του 1930.

    5. Γιάννης Κορδάτος, ο.π.

    6. Βλάσης Αγτζίδης, ΚΡΗΤΗ: Οι επαναστάσεις και η σημασία τους, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.

    7. Ιωάννα Διαμαντούρου, Η Κρητική επανάσταση (1866-1869), στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ’, Αθήνα 1977, σελ. 253.

    8. Βλάσης Αγτζίδης, ο.π.

    9. Γιάννης Χρονόπουλος-ιστορικός, Γεωπολιτική και διπλωματία κατά την επανάσταση του 1866, Ε-ΙΣΤΟΡΙΚΑ, εφημερίδα: Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 12-10-2014.

    10. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Η Παρισινή Κομμούνα και η Ελλάδα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995.

    11. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 54-55.

    12. βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 254.

    13. βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 254-255.

    14. βλ. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 255.

    15. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 257-258.

    16. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 259.

    17 “LIndépendance Hellenique”, αρ. 49/24/01/1867.

    18. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 260.

    19. Π. Πρεβελάκης, Παντέρμη Κρήτη, Αθήνα 1945, σελ. 82-84, 90-91 & Γεώργιος Τσερεβελάκης “Η κρητική Επανάσταση του 1866” Έκδοση Ιστορικά της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ Αθήνα Νοέμβριος 2011.

    21. Επιστολή με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1867 (ν.η) στην “LIndépendance Hellenique”, αρ. 48/17/01/1867.

    22. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 113.

    20. Ιωάννα Διαμαντούρου, ο.π., σελ. 262.

Σκληραγωγίαι εν Κρήτη

(Μέρος Δεύτερο)

Την ίδια χρονική περίοδο αποβιβάζονταν στην Κρήτη δύο επιπλέον σώματα εθελοντών. Μετά τη μάχη του Σαβουρέ στις 30 Νοεμβρίου του 1866, οι τρεις αρχηγοί των εθελοντικών σωμάτων συναθροίστηκαν στην κοιλάδα Φώκες κάτω από το οροπέδιο του Ομαλού έπειτα από την υποχώρησή τους. 
Με τον Ζυμβρακάκη

Ενώ ο Μουσταφά πασάς τους καταδίωκε, οι τρεις αρχηγοί αδυνατούσαν να συμφωνήσουν σε ζητήματα τακτικής, καθώς και της γενικής αρχηγίας με αποτέλεσμα να δεχτούν επίθεση στις Φώκες τη νύχτα της 5ης προς την 6η Δεκεμβρίου. Λίγο πριν ξημερώσει, περικυκλώθηκε ο καταυλισμός τους.

Αιφνιδιασμένοι μέσα στον ύπνο τους, διασκορπίστηκαν στις χαράδρες, τρέχοντας χωρίς να πυροβολούν και πηδώντας πάνω από τους γκρεμούς. Το χιόνι και το σκοτάδι επέτρεψαν στους περισσότερους να ξεφύγουν, μερικοί όμως πιάστηκαν ζωντανοί και κατασφάχτηκαν1.

Οι εθελοντές άρχισαν να περιπλανιούνται στα χιονισμένα Λευκά Ορη κάτω από άθλιες συνθήκες. Ετσι στο διάστημα μεταξύ τέλους Δεκεμβρίου 1866 και αρχών Ιανουαρίου 1867, τουλάχιστον 90 Κρητικοί και 27 εθελοντές πέθαναν από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα2.

Ο Φλουράνς απογοητευμένος πιθανώς από τον συνταγματάρχη Βυζάντιο άφησε το σώμα του και ενώθηκε με τον Ζυμβρακάκη στο λημέρι του στον Ομαλό. Αναγγέλλοντας την απόφασή του σε ένα προσωπικό γράμμα που έστειλε σε φίλο του στην Αθήνα, στις 24 Δεκεμβρίου του 1866, ο Φλουράνς διεκτραγωδούσε με ωμή ειλικρίνεια τις άθλιες συνθήκες ζωής των εθελοντών:

«[…] Τα παπούτσια μου έχουν σκιστεί πέρα για πέρα από τις πέτρες και τους βάτους, αδύνατο να βρω άλλα· περπατάω ξυπόλητος […] Μ’ έχουν φάει οι ψύλλοι και δεν μπορώ να κλείσω μάτι […] Κοιμάμαι καταγής, δίπλα στον στρατηγό μας. Το πανταλόνι μου, το σώβρακό μου, όλα είναι σκισμένα -κι ας τα μπαλώνω κάθε τόσο- κι αφήνουν τον αέρα να περνάει. Εξι μέρες στο βουνό ήμουν αναγκασμένος να τρώω μόνο χόρτα νερόβραστα, δίχως αλάτι και δίχως ψωμί».

Ωστόσο ο Γάλλος εθελοντής δεν φαίνεται να έχει χάσει την πίστη του: «Θα μείνω εδώ όσο υπάρχει κάποια αχτίδα ελπίδας. […] Ελπίζω ότι, παρ’ όλες τις αντιξοότητες που μας περιμένουν, θα μπορέσω σύντομα να έλθω να σας σφίξω το χέρι στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση της Κρήτης»3.

Ο Ζυμβρακάκης, που παρέμεινε αρχηγός των Χανίων, για να ενεργοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη προέβη σε διαβήματα απευθύνοντας επιστολές σε προξένους, Γάλλους βουλευτές, υπουργούς εξωτερικών, τις οποίες είχε συντάξει ο Φλουράνς.

Επιστολή έστειλε και στον Βίκτωρα Ουγκώ. Αυτός, άλλωστε, στις 20 Νοεμβρίου 1866, είχε ήδη δώσει στη δημοσιότητα μια πολύ θερμή επιστολή υπέρ των ηρωικών Κρητικών: «Εσείς, οι σημερινοί καταδυναστευόμενοι, θα είστε οι μελλοντικοί νικητές. Να επιμείνετε. Ακόμα κι αν πνίξουν τη φωνή σας, εσείς θα θριαμβεύσετε.[…]»4.

Σε απάντηση της επιστολής αυτής ο Γκουστάβ Φλουράνς έγραφε, μαζί με τον Ζυμβρακάκη, στις 4 Ιανουαρίου 1867:

«Ο Κρητικός λαός προς τον Βίκτωρα Ουγκώ

Μια πνοή της δυνατής σου ψυχής έφτασε ως εμάς και στέγνωσε τα δάκρυά μας […] Η επιστολή σου έφτασε, κι είναι πιο πολύτιμη για μας κι από τον καλύτερο στρατό, γιατί επιβεβαιώνει το δίκιο μας […]

Ποιητή, είσαι φως. Σε εξορκίζουμε, φώτισε εκείνους που μας αγνοούν, εκείνους που οι σφετεριστές έχουν προδιαθέσει ενάντια στον ιερό μας αγώνα. Ποιητή, η ωραία μας γλώσσα το λέει, είσαι δημιουργός, δημιουργός των λαών, όπως οι αρχαίοι αοιδοί. Με τα υπέροχα τραγούδια σου στα Ανατολικά έχεις κιόλας μοχθήσει για να δημιουργήσεις τον σύγχρονο ελληνικό λαό. Αποτέλειωσε το έργο σου. Μας αποκαλείς νικητές. Θα νικήσουμε χάρη σε σένα»5.

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Φλουράνς συμμετέχει σε όλες τις μάχες (Αγίας Ρουμέλης, Χωστής, Περιβολιών) όπου αρρωσταίνει δύο φορές. Υστερα από τη μάχη στα Περιβόλια, οι εθελοντές με επικεφαλής τον Ζυμβρακάκη κατευθύνθηκαν στο Θέρισο κι από κει ξεκίνησαν για τη Δρακώνα, όπου έφτασαν στις 23 Μαρτίου.

Μετά από μια μικρή στάση ξαναπήραν το δρόμο και διασχίζοντας τον Ομαλό έφτασαν στην Αγία Ειρήνη και το Απανωχώρι, στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου. Ο Ζυμβρακάκης αποφάσισε να ανεφοδιάσει τον Ομαλό και έδωσε εντολή να σταλεί εκεί ένα καραβάνι με τρόφιμα και πολεμοφόδια με ένοπλη συνοδεία, στην οποία μετείχαν ο Φλουράνς, ο Ανεμός και ένας βλάχος εθελοντής:

«Φτάσαμε στον Ομαλό δύο ώρες πριν από το θάνατο του αδελφού του Χατζημιχάλη και πήγαμε να τον δούμε. Η γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του ήταν στο προσκέφαλό του ενώ ο Χατζημιχάλης απουσίαζε. Ο ετοιμοθάνατος μίλησε μαζί μας για τη χώρα και την επανάσταση και έδειξε τον πιο φλογερό ενθουσιασμό, τον πιο βίαιο φανατισμό ως την τελευταία στιγμή.

Το χιόνι σκέπαζε τη γη, κι έσκαψαν τον τάφο μέσα στο σπίτι, στο ίδιο εκείνο δωμάτιο όπου θα συνέχιζε να ζει η οικογένεια. Σ’ αυτό το σκοτεινό δωμάτιο, που φωτιζόταν μόλις και μετά βίας από δύο καπνισμένες λάμπες, οι θλιμμένοι φίλοι, όρθιοι και σιωπηλοί, οι θρήνοι των γυναικών, οι κραυγές των μικρών παιδιών, δημιουργούσαν ένα οδυνηρό και σπαραχτικό θέαμα. Ο Χατζημιχάλης δεν πρόλαβε την κηδεία»6.

Με τον Κόρακα και τον Πετροπουλάκη

Την άνοιξη του 1867 αποβιβάστηκαν στο νησί πεντακόσιοι Μανιάτες και πήγαν στο Μυλοπόταμο κάτω από τις διαταγές του Δ. Πετροπουλάκη ενώ συγχρόνως συνενώθηκαν γύρω από αυτόν οι διασκορπισμένοι ξένοι εθελοντές. Ο Φλουράνς πείστηκε να αφήσει το σώμα του Ζυμβρακάκη και με άλλους ξένους ξεκίνησαν για τα ορεινά του Ρεθύμνου περνώντας από τη Σαμαριά και καταλήγοντας στη μονή Χαλέπας, όπου είχε

εγκαταστήσει το επιτελείο του ο Πετροπουλάκης.
Ο Φλουράνς έμεινε λίγες μέρες στην περιοχή, όπου πήρε διαταγή από τους Πετροπουλάκη και καπετάν Κόρακα να ενημερώσει τις επιτροπές της Ελλάδας για την κρίσιμη καμπή στην οποία βρισκόταν η κρητική επανάσταση από τη δράση του νέου σερασκέρη Ομέρ πασά. Την παράτολμη αυτή ομάδα την αποτελούσαν επτά άνδρες: τρεις Γάλλοι, ένας Βρετανός, ένας Ούγγρος και δύο Έλληνες με επικεφαλής τον Γκουστάβ Φλουράνς.

Οδηγούμενοι από έναν Σφακιανό, τον καπετάν Αντρέα, αφού διέσχισαν το Μυλοπόταμο, οι οκτώ άνδρες συνέχισαν την πορεία τους μέσα από φαράγγια ως τις πλαγιές του Ψηλορείτη και από εκεί έφθασαν στη Μονή Πρέβελη, προτού καταλήξουν στα Σφακιά, το πρωινό της 12ης Μαΐου 1867. Ενα μήνα μετά την αναχώρησή τους από το μοναστήρι της Χαλέπας Μυλοποτάμου, οι τρεις από τους έξι αρχικούς εθελοντές κατάφεραν να καταπλεύσουν στα Αντικύθηρα την αυγή της 30ης Μαΐου 1867.

Τρεις μέρες μετά οι εθελοντές συνέχισαν το ταξίδι τους μέσω Κυθήρων και Ναυπλίου και στις 6 Ιουνίου αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Την επόμενη της άφιξής τους παρουσιάστηκαν στην Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή και τη μεθεπόμενη ο Φλουράνς με τον Ανεμός επισκέφθηκαν τον Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα κάνοντας έναν θλιβερό απολογισμό της κρητικής επανάστασης7.

Επιστρέφοντας εσπευσμένα στη Γαλλία λόγω της επιδείνωσης της υγείας του πατέρα του8, ο Φλουράνς προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να δώσει ευρεία δημοσιότητα στον κρητικό αγώνα. Ξαναήλθε στην Ελλάδα στις 21 Μαρτίου 1868, ημέρα έναρξης της τετραήμερης διαδικασίας των εκλογών που διενεργούσε η κυβέρνηση Βούλγαρη.

Πολίτης Κρης

Την 1η Απριλίου έφτασε στη Σύρο. Στις 4 Απριλίου το απόγευμα απέπλευσε με τους παλιούς συντρόφους του με το ατμόπλοιο Ενωσις, φορτωμένο με 2.300 σακιά αλεύρι, 400 κάσες φυσκέκια και 150 Κρήτες πολεμιστές. Τα μεσάνυχτα αποβιβαζόταν στην Κρήτη, στον όρμο Μπαλί9.

Μόλις αποβιβάστηκε στην Κρήτη ο Φλουράνς κατευθύνθηκε αμέσως στο χωριό Γωνιές Μαλεβιζίου, που ήταν τότε έδρα της Γενικής Συνέλευσης της Προσωρινής Διοικήσεως και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Τότε ήταν που η Συνέλευση, με ψήφισμά της 10ης Απριλίου 1868, τον ονόμασε πολίτη της Κρήτης10.

Στις 30 Απριλίου 1868 η Συνέλευση αποφάσισε να δεχτεί τον Φλουράνς στους κόλπους της και τέσσερις μέρες αργότερα τον όρισε επίσημο πρεσβευτή της απέναντι στο ελληνικό βασίλειο. Ο ίδιος ζήτησε με τηλεγραφήματά του από την γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Κρητών και έφυγε για την Αθήνα, προκειμένου να συνομιλήσει με τον μονάρχη.
Την Κυριακή 5 Μαΐου 1868, στις 11 το πρωί, το ατμόπλοιό Ενωσις έμπαινε στο λιμάνι της Σύρου αναγγέλλοντας την άφιξη του Φλουράνς με κανονιοβολισμούς. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν αποθεωτική, οι εφημερίδες τον αποκάλεσαν μάλιστα “Νέο Βύρωνα της Ελλάδος”, ωστόσο φτάνοντας το απόγευμα της Τετάρτης 8 Μαΐου 1868 στον Πειραιά αντιμετώπισαν μια πολύ αρνητική για την αντιπροσωπεία των Κρητών βουλευτών κατάσταση. Την επόμενη επισκέφθηκαν τον πρωθυπουργό, ό οποίος τους υποδέχθηκε “όχι τόσον ενθουσιωδώς”, και σε σχετική ερώτησή τους «απήντησε αποτόμως ότι η ένωσις δεν γίνεται διά πληρεξουσίων, αλλά δια πρωτοκόλλων»11. 
Η σύλληψη και η απέλασή του Φλουράνς

Το Σάββατο, 11 Μαΐου ο Φλουράνς παρουσιάστηκε στα ανάκτορα ζητώντας βασιλική ακρόαση. Ο βασιλιάς όχι μόνον δεν τον δέχθηκε, αλλά όταν ο Φλουράνς αποφάσισε να τον επισκεφθεί πάση θυσία στην Κηφισιά την Πέμπτη, 16 Μαΐου 1868, ο υπασπιστής του διέταξε ένα απόσπασμα της φρουράς να τον απομακρύνει από τα ανάκτορα12.

Στον δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, με εντολή του πρωθυπουργού Βούλγαρη, ο Φλουράνς συλλαμβάνεται, οδηγείται στην αστυνομία και με παρόντα τον αναπληρωτή γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας, ονόματι Γάσπαρη, του ανακοινώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση και η γαλλική πρεσβεία είχαν συμφωνήσει να τον επιβιβάσουν στο πρώτο πλοίο της γραμμής που θα έφευγε για τη Μασσαλία, ακόμα κι αν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσουν εναντίον του βία.  Φημολογείται πως ο Γάλλος πρεσβευτής Γκομπινώ είχε ζητήσει την άμεση απέλαση του Φλουράνς, «κατηγορώντας τον ότι ερχόταν και τραγουδούσε επαναστατικά τραγούδια κάτω από τα παράθυρα της πρεσβείας τις νύχτες»13.

Ο Φλουράνς πράγματι από τα κρατητήρια οδηγήθηκε στον Πειραιά και στις πέντε τα ξημερώματα, φορώντας πάντοτε την κρητική του στολή, επιβιβάστηκε στο γαλλικό πλοίο Γκονταβερύ με προορισμό τη Μασσαλία.

Η σύλληψη και η απέλασή του προκάλεσαν, όπως ήταν φυσικό, σάλο και απασχόλησαν τα αθηναϊκά πρωτοσέλιδα14.

Ο ίδιος ο Φλουράνς, ωστόσο, το βράδυ της 25 Μαΐου 1868 στη Μασσαλία, επιβιβάστηκε στο πρώτο πλοίο της γραμμής, που ήταν έτοιμο ν’ αναχωρήσει για Πειραιά και Κωνσταντινούπολη.

Το πλοίο Αμερική κατέπλευσε πράγματι στις 29 Μαΐου στον Πειραιά, όπου η αστυνομία, ειδοποιημένη από τον Ελληνα πρόξενο στη Μασσαλία, τον περίμενε με το όπλο παρά πόδα· εκείνος όμως είχε ήδη εγκαταλείψει το σκάφος προτού ρίξει άγκυρα. Οι φίλοι του τον περίμεναν με μια βάρκα στον κόλπο της Σαλαμίνας και γρήγορα βρέθηκε «εν οίκω ασφαλεί και πιστώ»15.

Ο καταδιωκόμενος Γάλλος φιλέλληνας δεχόταν την οξύτατη επίθεση των αντιπάλων του μέσω των φιλοκυβερνητικών εφημερίδων, ο εξόριστος, ωστόσο, στο Γκέρνσυ Βίκτωρ Ουγκώ έδωσε στη δημοσιότητα στις 9 Ιουλίου 1868 μια οργισμένη διαμαρτυρία εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης και του Γάλλου βασιλιά που κατέληγε ως εξής: «Ξέρετε γιατί οι καίσαρες, οι σουλτάνοι, οι παλιοί βασιλιάδες, οι παλιοί κώδικες και τα παλιά δόγματα έχουν καταρρεύσει; Γιατί είχε καρφωθεί επάνω τους αυτό το φως. Ξέρετε γιατί έπεσε ο Ναπολέων; Γιατί η δικαιοσύνη, όρθια μέσα στη σκιά, τον κοίταζε»16.

«Ουδείς μπορεί να αγωνίζεται μόνος εναντίον όλων. Ο Φλουράνς δυσκολεύτηκε να το καταλάβει. Ακόμα και ό,τι ήταν ολοφάνερο, με δυσκολία τον έπειθε. Στο τέλος, ωστόσο, υπέκυψε στην πραγματικότητα. Καταδιωκόμενος στενά από την αστυνομία, αναγκασμένος να καταφεύγει από κρυψώνα σε κρυψώνα, αποφάσισε να αφήσει την άθλια αυτή χώρα για να μη βάλει σε κίνδυνο τους φίλους του και έφυγε για τη Νεάπολη»17.

Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να πατήσει στην Ιταλία ο Φλουράνς και βρέθηκε πάλι κρατούμενος, αυτή τη φορά στις ναπολιτάνικες φυλακές της Βικάρια και του Αγίου Φραγκίσκου. Το νέο του έγκλημα ήταν η δημοσίευση στην εφημερίδα Popolo dItalia ενός άρθρου όπου, μιλώντας περί Κρητών στο πρώτο πρόσωπο, και με αφορμή το φιλελληνικό ψήφισμα του αμερικανικού κογκρέσου, κατήγγειλε την αναλγησία των ευρωπαϊκών ηγεσιών: «αι οποίαι ουδέν έπραξαν δι’ ημάς, ουδέν απολύτως, πέραν του ότι αρχικώς μεν ενέπαιζον ημάς δίδουσαι απατηλάς υποσχέσεις υποστηρίξεως, σήμερον δε προσπαθούν να μας κάμουν να υποκύψωμεν, πνιγόμενοι εντός του αίματός μας»18.

Τελικά ο Φλουράνς αποφυλακίστηκε, «εξαντλημένος από τον μακρόχρονο και στείρο αγώνα, έναν αγώνα άτακτο, χωρίς προοπτική, έναν αγώνα που θα μπορούσε να οριστεί ως η δράση μέσα στο κενό»19.

Υστερα από την τελευταία του περιπέτεια στην Ιταλία, αποφάσισε να γυρίσει στο Παρίσι, όπου έφτασε στα τέλη του 186820.

 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 117.

2. Γρ. Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, Αθήνα 1888, σελ. 508.

3. Επιστολή με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1867 (ν.η) στην “LIndépendance Hellenique”, αρ. 48/17/01/1867.

4. Παλιγεννεσία, αρ. 1060/9.12.1866.

5. Victor Hugo, Actes et Paroles II, Παρίσι 1938, σελ. 231 & Εφημερίδα Εθνοφύλαξ, έτος ΣΤ’, αρ. φ. 1126, 21 Ιανουαρίου 1867.

6. Jules Ballot, Histoire de l’ insurrection cretoise, Παρίσι 1868, σελ. 185.

7. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 181-182.

8. Ο Πιερ Ζαν Μαρί Φλουράνς κατέληξε στις 24 Νοεμβρίου/6 Δεκεμβρίου 1867 σε ηλικία 73 χρονών.

9. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 219.

10. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 224.

11. Εθνοφύλαξ, αρ. 1479/07.05.1868.

12. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 241-245.

13. Έκθεση του Αναρχικού Εργατικού Συνδέσμου Αθηνών στο Διεθνές Επαναστατικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1900 στο Παρίσι, όπως το παραθέτει μεταφρασμένο από τα γαλλικά ο Κ. Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης, Αθήνα 1985, σελ. 170.

14. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 245-249.

15. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 250.

16. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 258-259.

17. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 36.

18. “L’ Indépendance Hellenique”, αρ. 129/13.08.1868.

19. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 37.

20. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 261.



Στρατηγός και μάρτυρας της Παρισινής Κομμούνας

(Μέρος Τρίτο)

Στο Παρίσι ο Φλουράνς συνάντησε ξανά τους μπλανκιστές συντρόφους του και δόθηκε ολόψυχα στην επαναστατική προπαγάνδα, συνεργαζόμενος με την εβδομαδιαία αριστερή δημοκρατική εφημερίδα “Μασσαλιώτιδα” του Ανρί Ροσφόρ.

Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους άλλους μπλανκιστές1 που προσπάθησαν να εξεγείρουν τους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ, τον οποίο είχε σκοτώσει ο πρίγκιπας Πιέρ Βοναπάρτης, ενώ στις 7 Φεβρουαρίου προσπάθησε χωρίς επιτυχία με άλλους επαναστάτες να προκαλέσουν, μέσω μιας “νύκτας οδοφραγμάτων”, λαϊκή εξέγερση στην εργατική συνοικία Μπελεβίλ στα βόρεια του Παρισιού. 
Ανατρεπτικός αξιωματικός της εθνοφρουράς

Μετά τη στρατιωτική συντριβή του Ναπολέοντα του Γ’ στο Σεντάν και την παράδοσή του στους Πρώσους στις 2 Σεπτεμβρίου του 1870, ο Γκουστάβ, ενώ κατευθυνόταν προς την Ελλάδα, επέστρεψε στα τέλη του μήνα στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι και, αμνηστευμένος, τοποθετήθηκε επικεφαλής 500 “τυφεκιοφόρων” της Εθνοφρουράς στο γνώριμό του Μπελεβίλ.

Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οι “τυφεκιοφόροι” του Γκουστάβ, οι Ιακωβίνοι δημοκράτες και οι μπλανκιστές εργάτες αποπειράθηκαν να εξεγερθούν, αυτή την φορά κατά της “Προσωρινής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας”, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον Αδόλφο Θιέρσιο να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους. Φωνάζοντας “προδοσία!”, οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το δημαρχείο και ανακοίνωσαν την ίδρυση μιας επαναστατικής “Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας”2 με πρόεδρο τον ίδιον τον Μπλανκί.

Αν και αρχικά η κυβέρνηση, φοβισμένη από την εξέγερση, υποσχέθηκε να κάνει την επόμενη μέρα δημοτικές εκλογές, στην συνέχεια πήρε τον λόγο της πίσω και έστειλε τα πιστά σε αυτήν τμήματα της Εθνοφρουράς να επανακαταλάβουν του δημαρχείο και να αποκαταστήσουν την τάξη.

Στις δημοτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1870 ο Γκουστάβ Φλουράνς εκλέχτηκε αντιδήμαρχος του Μπελεβίλ, η εκλογή του ωστόσο ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι ήταν καταζητούμενος.

Ο “ήρωας του Μπελεβίλ” εντοπίστηκε τελικά στις 7 Δεκεμβρίου, συνελήφθη όμως οι πιστοί σε αυτόν εθνοφύλακές του, τους οποίους συντόνιζε ο Ιταλός αναρχικός Αμιλκάρε Τσιπριάνι, συμπολεμιστής του στην επανάσταση της Κρήτης, τον απελευθέρωσαν μετά από μερικές εβδομάδες, με έφοδο στη φυλακή την νύκτα της 21ης προς 22α Ιανουαρίου 1871 λίγο πριν από την παράδοση του Παρισιού στους Πρώσους.

Στην υπό τους Πρώσους νέα “Εθνοσυνέλευση”, που για να μην καταστεί όμηρος του πλήθους είχε αρχίσει να συνέρχεται στο Μπορντώ, ο λαός του Παρισιού και η Εθνοφρουρά απάντησαν με το να συγκροτήσουν στις 3 Μαρτίου επαναστατικά συμβούλια και με το να εκλέξουν στις 15 τη δική τους ηγεσία, μια Κεντρική Επιτροπή, που σε λίγο, στις 18 Μαρτίου, θα εξελισσόταν στην ένδοξη “Κομμούνα του Παρισιού”. 
Στα οδοφράγματα της κομμούνας

Στις 26 Μαρτίου, ενώ ο Μπλανκί είχε συλληφθεί μετά από κατάδοση, ο Φλουράνς εκλέχτηκε μέλος της “Επαναστατικής Επιτροπής” της “Κομμούνας” και τοποθετήθηκε στρατηγός. Για δύο περίπου βδομάδες πολέμησε σκληρά τους “βερσαλιέζους”, τον στρατό της “Εθνοσυνέλευσης”, η οποία τώρα είχε μεταφέρει ξανά την έδρα της, από το Μπορντώ στις Βερσαλλίες.

Ο ιπποτικός και μεγαλόκαρδος Φλουράνς

-σύμφωνα με τη ρήση του Κ. Μάρξ- του οποίου η γενναιότητα δεν γνώριζε εμπόδια, στα 33 του μόλις χρόνια πέρασε στο πάνθεον των μαρτύρων της ελευθερίας, όταν το πρωί της 3ης Απριλίου 1871, παγιδευμένος σε ένα πανδοχείο του Rueil, κοντά στο Malmaison, «περικυκλώθηκε από ένα πλήθος χωροφυλάκων που έπεσαν επάνω του, χτυπώντας τον με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους, και τον αφόπλισαν»3.

«Πεσμένος καταγής, μισοπεθαμένος», διηγείται ο πιο πιστός σύντροφος και συναγωνιστής του στην κρητική επανάσταση Τσιπριάνι4, «είδα τον Φλουράνς να κατεβαίνει ασκεπής, άοπλος, στο μέσον μιας ενωμοτίας χωροφυλάκων.».5

«Στεκόταν όρθιος και σοβαρός, με φυσιογνωμία ήρεμη και γαλήνια, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το σώμα του τυλιγμένο στη μεγάλη χλαίνη που φορούσε στην πολιορκία, περιφέροντας πάνω στην αγέλη που τον τριγύριζε ένα βλέμμα σίγουρο και σταθερό».6

Μέσα σ’ αυτόν τον σάλο, φάνηκε ένας έφιππος λοχαγός: ο Ντεμαρέ.

«Εσείς είστε ο Φλουράνς, ρώτησε με αυταρχικό τόνο.

-Ναι, απάντησε εκείνος.

-Εσείς είστε που σκοτώνετε τους χωροφύλακές μου;

-Οχι δεν είμαι εγώ.

-Πώς, δεν είστε εσείς, είπε ο Ντεμαρέ, με φωνή που την έπνιγε η λύσσα.

-Οχι, απάντησε με σταθερότητα ο Φλουράνς. -Ψεύτη! ούρλιαξε ο λοχαγός, και με μια γερή σπαθιά του έσχισε το κεφάλι, ξεκολλώντας του τον ώμο. Ο Φλουράνς έπεσε κάτω σφαδάζοντας, μέσα σε φρικτή επιθανάτια αγωνία. Ενας χωροφύλακας ακούμπησε γελώντας την κάννη του τουφεκιού του στο αφτί του. Ο πυροβολισμός του τίναξε τα μυαλά προς όλες τις κατευθύνσεις».7
Ο αντίκτυπος του μαρτυρικού του θανάτου

Η πληροφορία για τον θάνατό του προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στο πολιορκημένο Παρίσι. Ο τάφος του στο κοιμητήρι Περ-Λεσαίζ μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος, μια συνήθεια που κράτησε για χρόνια8. Η Τζένη Μαρξ έγραψε σε μια επιστολή της στον Λ. Κούγκελμαν στις 12 Μαΐου του 1871, μιλώντας και εκ μέρους του Κ. Μαρξ: «Ο θάνατος του Φλουράνς, του πιο γενναίου των γενναίων, μας γέμισε όλους με βαθύ πόνο, όπως και ο απελπισμένος αγώνας της Κομμούνας, όπου παίρνουν μέρος όλοι οι πιο παλιοί και καλοί μας φίλοι».

Κάτω από τον πρωτοσέλιδο τίτλο “Γουσταύος Φλουράνς” η LIndépendance Hellénique αναγγέλλοντας στις 18/30 Απριλίου 1871 στους αναγνώστες της την είδηση του θανάτου του, αναφερόταν και στην ολόθερμη από τον παλαιό ανταποκριτή της συμμετοχή και υποστήριξη του αγώνα για την ελευθερία της Κρήτης:
«Οι αναγνώστες μας είχον πλέον της μιας ευκαιρίας να εκτιμήσωσι την αξίαν και το τάλαντον του κ. Φλουράνς, όστις συνηγόρησεν επί μακρόν υπέρ του ελληνικού αγώνος από τας στήλας ημών και ούτινος τα φιλελληνικά αισθήματα ουδέποτε διεψεύσθηκαν έκτοτε…

Ως άπαντες οι πεπεισμένοι δημοκράται, ούτω και ο δυστυχής φίλος ημών επίστευεν εις το μέλλον της παγκοσμίου Δημοκρατίας, εις την λαϊκήν κυριαρχίαν, εις τα δικαιώματα των λαών να αποτινάξουν τον ζυγόν των τυράννων των. Δι ό και, εκραγείσης της επαναστάσεως εν Κρήτη, προσέτρεξεν να καταταγή εις τας τάξεις των Κρητών, ους η αδιάφορος Ευρώπη άφησεν να συντριβώσιν υπό των Τούρκων μετά τριών ετών πόλεμον και ανενδότους αγώνας.

Εν Κρήτη, συνέταξε τας επιστολάς του Ζυμβρακάκη προς τον Βίκτορα Ουγκώ, τον Ιούλιο Φαβρ, κ.λπ. αίτινες εδημοσιεύθησαν εν τη Indépendance. Επιστρέψας εν Παρισίοις, ένθα τον εκάλει ο πατήρ εν τη νεκρική αυτού κλίνη, εδημοσίευσε φυλλάδιον, εν ω συνηγόρει υπέρ του αγώνος των Κρητών, έκτοτε δε η Ελλάς δεν είχε φίλον πιστότερον και πλέον αφοσιωμένον».

«Δεν θα υπενθυμίσωμεν ενταύθα επεισόδια τινά του βίου του κ. Φλουράνς, άτινα ανέφερεν ο ίδιος εν τη Indépendance και άτινα δεν θα ήτο δυνατόν να οφείλονται παρά μόνον εις άνθρωπον με ανήσυχον χαρακτήρα, κατά την αντίληψιν του οποίου τα γεγονότα δεν βαδίζουν μετ’ αρκούντως ταχέος ρυθμού, καθώς και εις την μεγάλην αγάπην τούτου προς τους Κρήτας, των οποίων είχεν ενθέρμως ενστερνισθή τον αγώνα».9

Στο βιβλίο με τίτλο: “Οι άνθρωποι του καιρού μου”, που εξέδωσε στα 1879 ο Ιταλός συγγραφέας Ντομένικο Γκαλάτι, υπάρχει ένα ενδιαφέρον πορτρέτο του Γάλλου επαναστάτη:

«Είχε ογδόντα χιλιάδες λίβρες εισόδημα και έκανε ζωή αναχωρητή. Σοφός σαν λεξικό, γενναίος σαν σπαθί. Ηταν δημοκράτης και σοσιαλιστής. Η εκστρατεία του στην Κρήτη ήταν απόδειξη της ανδρείας του και της ειλικρίνειας των αρχών του…

Ήταν ωραίος άντρας. Ηταν ντυμένος πάντα, χωρίς εξαίρεση στα μαύρα. Τα μαλλιά του αραίωναν και το μέτωπό του παρουσίαζε αρχή φαλάκρας. Τα γαλάζια μάτια του ήταν ζωηρά, διαπεραστικά και παράξενα ανήσυχα. Ενα ιδιόρρυθμο χαμόγελο, σαν μορφασμός, έδειχνε περιφρόνηση και ειρωνεία… Μισούσε τους αστούς όσο αγαπούσε το λαό…

Το ύφος του ήταν λακωνικό, ο χαρακτήρας του μετρημένος, τα πολιτικά του ήθη αυστηρά. Τι επιτυχία ήταν δυνατόν να ελπίζει; Εκείνο που χαρακτήριζε το πνεύμα του ήταν η τόλμη… Ηταν ο ρήτορας των λαϊκών συγκεντρώσεων… Το μυαλό του ήταν φλόγα, η καρδιά του πάγος».10

«Οι πολιτικές του πεποιθήσεις», θα γράψει ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, «δεν προσφέρονται για απλουστευτική κατάταξη στο πολιτικό πανόραμα της εποχής του. Οπαδός της ασυμβίβαστης εθνικής άμυνας στη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου και πιστός στον “περιούσιο” χαρακτήρα του γαλλικού λαού, διαπνεόταν από ανυποχώρητο εθνικισμό, που διέθετε εντούτοις ισχυρά οικουμενικά χαρακτηριστικά, όπως προκύπτει από τη δράση του στην Ελλάδα και την Κρήτη. Η αυστηρότητα των ηθών, η αδιαλλαξία του, ο ρεπουμπλικανισμός του, η αθεΐα του και ο ακραίος πατριωτισμός του μας παραπέμπουν στις αυθεντικότερες παραδόσεις του νεοϊακωβινισμού. Τα τολμηρά πραξικοπηματικά επαναστατικά του εγχειρήματα, η αναζήτηση της άμεσης δράσης και η κλίση του στις συνομωσίες τον φέρνουν κοντά στον μπλανκισμό. Η ειλικρινής δίψα του για κοινωνική δικαιοσύνη, το βαθμιαίο άνοιγμα προς τις σοσιαλιστικές ιδέες και ο κοσμοπολίτικος διεθνισμός του τον προσανατολίζουν, τέλος, στον μαρξισμό».11
Η ανάμνησή του στην Ελλάδα

«Ο ελληνικός Τύπος και η ελληνική μπουρζουαζία είχαν ξεχάσει πια τον ηρωικό αγωνιστή της Κρήτης, που πριν από λίγα χρόνια, δεν έβρισκαν λόγια για τον παινέσουν. Οι κομμουνάροι είταν “σκυλιά”. Είταν “δολοφόνοι”. Είταν “οι καταστροφείς του πολιτισμού”. Ο πιο επίσημος μάλιστα την τοτινή εποχή διανοούμενος της εληνικής πλουτοκρατίας ο Εμ. Ροΐδης σένα του άρθρο 12, βρίσκει την ευκαιρία να χύσει το φαρμάκι του ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα. Και η Ελληνική Βουλή, στη συνεδρίαση της 5/17 του Ιούνη κατά πρόταση του πρωθυπουργού Κουμουνδούρου, με μίσος και βρισιές ενάντια στο παρισινό προλεταριάτο, έδειξε την αλληλεγγύη της στους Γάλλους μπουρζουάζες.13 Εκανε το ταξικό της χρέος».

Μα καθώς περνούσαν τα χρόνια και όσοι τον είχαν γνωρίσει στη μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, μαζί τους έσβηνε και η ανάμνηση του Φλουράνς στην Ελλάδα. 
Εκείνος, ωστόσο, που μοιράστηκε με τον Φλουράνς το σκεπασμένο από τα χιόνια καλύβι του στο οροπέδιο του Ομαλού, ο Λακκιώτης αρχηγός Χατζημιχάλης Γιάνναρης, δεν τον ξέχασε και σ’ ένα επικό ποίημα που δημοσίευσε στα 1894 με τίτλο “Η Κρητικοπούλα”, του αφιέρωσε τους παρακάτω στίχους:

Ένας Φραντσέζος ο Φλοράνς στη μάχη μιαν ημέρα,

εφώνιαζε αδυνατά, «να μπάρμπαρε μια σφαίρα».

Των Μποτσαρέων συγγενής τρέχει και τον κολόνει

μαυτόν μια σφαίρα εχθρική κτυπά και τον σκοτόνει.

Αυτός ο Γάλλος ήτονε πολλ’ ενθουσιασμένος,

στους Έλληνες στον πόλεμο ολ’ αφοσιωμένος»

14Μέχρι της χθες εκάλει τον Έλληνα εργάτην εις την Γαλλίαν η ευγνωμοσύνη. […]Σπεύσατε όσοι δύνασθε. Εκεί μάχεται η ανθρωπότης με την αυθαιρεσίαν, μάχεται η πρόοδος με τον Μεσαίωνα. […] Λάβετε έν όπλον και σπεύσατε-άνευ ουδεμίας εντεύθεν απαιτήσεως- όπως έπραξαν οι προπορευθέντες αδελφοί. […] Σπεύσατε όσον τάχιον διότι εις την Γαλλίαν ο πόλεμος δεν είναι εθνικός· είνε της ανθρωπότητος όλης· είνε ιερός. Σας καλεί το καθήκον.” (εφημερίδα “Αστήρ”, αρ. 25/ 19-10-1870).

Στον αντίποδα της συμμετοχής διεθνών  επαναστατών στις κρητικές εξεγέρσεις του 19ου αιώνα υπάρχει και το ζήτημα της συμμετοχής Ελλήνων εθελοντών στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα, γεγονός που προκαλεί αμηχανία στην Αθήνα του 1871 και μπαίνει στο περιθώριο της επικαιρότητας. Το βιβλίο της Ξένιας Μαρίνου “Αναζητώντας οδοφράγματα. Αστικός Τύπος και ελληνικές συμμετοχές στον γαλλοπρωσικό πόλεμο και την Παρισινή Κομμούνα”, έρχεται για πρώτη φορά να φωτίσει αυτό το άγνωστο στο πλατύ κοινό θέμα. 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ροσφόρ, Σαρλ Ντελεκλύζ–Charles Delescluze, Ζιλ Βαλέ-Jules Valles.

2. “Comité du Salut Publique”, κατά μίμηση εκείνης των “Ιακωβίνων” την περίοδο 1793-1794.

3. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355.

4. Ο Αμιλκάρε Τσιπριάνι (1844-1918) το 1862, με το ξέσπασμα της
εξέγερσης εναντίον του Όθωνα, βρισκόταν στην Aθήνα, καταδιωκόμενος από την αυστριακή αστυνομία, επειδή συμμετείχε με τα γαριβαλδινά σώματα στις συγκρούσεις με τα αυστριακά στρατεύματα το 1859-1860. Ο Τσιπριάνι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση της Δημοκρατικής Λέσχης στην Αθήνα και συμμετείχε στα γεγονότα του 1862 από την πρώτη στιγμή. Μάλιστα ήρθε σε επαφή με τον αναρχικό Eμμανουήλ Δαούδογλου, αλλά συνελήφθη και απελάθηκε. Kατέφυγε στην Aλεξάνδρεια όπου συνεργάσθηκε με Iταλούς, Eβραίους και Ελληνες αναρχικούς και σοσιαλιστές. Το 1868 πήγε στην Kρήτη και συμμετείχε στην εξέγερση εναντίον της τουρκικής εξουσίας. Κατά τη διάρκεια του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870, είχε πολεμήσει για την άμυνα του Παρισιού, ενώ το 1871 ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της Παρισινής Kομμούνας. Ο Τσιπριάνι συνέχισε την επαναστατική του δράση μέχροι το τέλος της ζωής του, το 1918.
5. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.

6. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.

7. Prolès Charles, G. Flourens, Παρίσι 1898, σελ. 89.

8. Λεωνίδας Φ. Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 369

9. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 355-356.

10. Domenico Galati, Gli Uomini del mio tempo, Μπολόνια 1879.

11. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ο.π., σελ. 15.

12. Βλ. το άρθρο του Εμμανουήλ Ροϊδη, “Οι Ρωμαίοι δούλοι και ο Χριστιανισμός”, στο περιοδικό “Παρθενών” (1871) κυρίως στη σελ. 55.

13. Βλ. Εφημερίδα συζητήσεων της Βουλής. Αναφέρεται στο Γιάννης Κορδάτος, Η Παρισινή Κομμούνα – Μνημόσυνα, ο.π.

14. Χατζημιχάλης Γιάνναρης, Η Κρητικοπούλα, Αθήνα 1894, σελ. 112.

ΠΗΓΗ
Εφημερίδα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ  
Πρώτο μέρος
Δεύτερο μέρος
Τρίτο μέρος

Φωτογραφίες από το

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως