19 Σεπτεμβρίου 2016

ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

«Ιστορικές σελίδες από τα χωριά του Δήμου Καστελλίου».
Γιος του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και της Αικατερίνης το γένος Κατζαγιαννάκη. Σπούδασε δάσκαλος και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει να υπηρετεί στο χωριό Γάλυπε Πεδιάδος. Επιστρατεύεται και με τον βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού παίρνει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Διμοιρίτης του 1ου Λόχου, του 43ου Συντάγματος Πεζικού της V Μεραρχίας.
Στα βουνά της Αλβανίας με την Κρητική Μεραρχία έδωσε πολλές και σκληρές μάχες. Τον Φεβρουάριο του 1941 τραυματίζεται από βλήματα οβίδας πυροβολικού και λόγω του τραυματισμού του παραμένει ανάπηρος στο αριστερό χέρι και μειώνεται η όρασή του. Επέστρεψε στην Κρήτη με καΐκι μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες. Αντίθετα, ο αδερφός του Χάρης Ζωγραφάκης, στρατιώτης κι αυτός της V Μεραρχίας, θα αργήσει να επιστρέψει στην Κρήτη. Στην μάχη της Κρήτης δεν παίρνει μέρος γιατί δεν έχει αναρρώσει ακόμη. Ο πατέρας του Γιώργης και ο αδερφός του Κίμωνας παίρνουν ενεργά μέρος στις μάχες στου Κοκκίνη το Χάνι. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κρήτη και τον Ιούνιο του 1941 φτάνουν στο Καστέλλι. Στον κάμπο υπάρχει ένα διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου που είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν οι Άγγλοι. Δεν τον ολοκλήρωσαν και για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών oι ίδιοι τον κατέστρεψαν. Οι κατακτητές βλέποντας τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης του Καστελλίου και επομένως ενός αεροδρομίου, (περιβάλλεται γύρω από βουνά κάνοντάς το απόρθητο), αποφασίζουν να το κατασκευάσουν. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου Γιώργης Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης και πατέρας του Γιάννη, παραιτείται από την θέση του μέσα στο γραφείο του Γερμανού Ταγματάρχη Τροστ, (είχε φτάσει στο Καστέλλι επικεφαλής της Γερμανικής δύναμης), με μια υπερήφανη δήλωση. Χωρίς φόβο, δηλώνει μια μέρα στον Ταγματάρχη Τροστ, (διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου και των γερμανικών δυνάμεων της περιοχής), ότι : «εγώ υπηρετώ τους πολίτες της Κοινότητας Καστελλίου και όχι τους Γερμανούς». Μετά απ’αυτήν την δήλωση, που άφησε αποσβολωμένο και αμήχανο τον Τροστ, (χρονικά την τοποθετώ τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1942), παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στο χωριό Κασταμονίτσα, νοικιάζει ένα σπίτι, μεταφέρει εκεί την οικογένειά του και ηγείται της τοπικής Αντίστασης (της ευρύτερης περιοχής Καστελλίου). Ο Γιάννης Ζωγραφάκης οργανώνεται αμέσως, όπως και τα αδέρφια του Κίμωνας και Χάρης, οι αδερφές του Μαρία και Ευθυμία, ακόμη και τα μικρότερα αδέρφια Παύλος, Γρηγόρης και Παντελής. Όλη η οικογένεια του Ξηρούχη στην Αντίσταση.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη 1943, ο Μανόλης Μπαντουβάς προσκαλεί πολλούς αντιστασιακούς, μεταξύ αυτών και τον Γιάννη Ζωγραφάκη, στο λημέρι του πάνω από τη Σύμη. Ο Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς πιστεύει πως η ώρα έχει φτάσει για την απελευθέρωση της Κρήτης και οι σύμμαχοι ετοιμάζουν απόβαση στο νησί. Αυτές τις πληροφορίες διέρρεαν σκόπιμα οι Άγγλοι πράκτορες για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να πιστέψουν ότι θα ακολουθήσει απόβαση στην Κρήτη. Το είχε πιστέψει κι ο ίδιος ο Καπετάν Μανόλης. Ο Γιάννης Ζωγραφάκης αποφασίζει να πάει στην σύσκεψη. Μαζί του πηγαίνει και οι αντιστασιακοί Γιώργης Πολεμαρχάκης και Γιάννης Μαυραντωνάκης. Επειδή όμως ο Γιάννης Ζωγραφάκης δεν βλέπει καλά τη νύχτα, (λόγω του τραυματισμού του στην Αλβανία), ο Γιώργης Πολεμαρχάκης τον κρατάει από το μπράτσο σ’όλη την διάρκεια της πορείας. Σήμερα ο Γιώργης Πολεμαρχάκης ζει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και Καστελλίου. Να πως περιγράφει αυτήν την περιπέτεια του Σεπτεμβρίου 1943 : …το Σεπτέμβρη του 1943 μας στέλνουνε μήνυμα σ’όλες τις Οργανώσεις να συγκεντρωθούμε στο Προφήτη Ηλία στη Παναγιά. Εκατό άτομα συγκεντρωθήκαμε. Η εντολή είναι να φέρομε τα όπλα τα οποία διαθέτει καθένας. Ότι είχαμε. Πιστόλια όπλα ή ακόμα και κυνηγετικό όπλο. Εσυγκεντρωθήκαμε στη Παναγιά. Από το Καστέλλι είμαστε εγώ, ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης και ο Γιάννης ο Μαυραντώνης. Από το Καρουζανώ ήτανε οι Πιταροκοίληδες. Απ’όλα τα χωριά. Είδα γνωστούς που ήτανε στην Οργάνωση. Όταν άρχισε να σκοτεινιάζει αρχίσαμε τη πορεία προς την Έμπαρο και προς τη Βιάνο μετά. Είχαμε μια γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρήσαμε. Ο Γιάννης ο Ζωγραφάκης δεν έβλεπε και τονε κρατούσα από το χέρι. Κι αυτός μ’ακουμπούσε και κρατούσε μπαστούνι. Όταν περνούσαμε το κάμπο στην Έμπαρο στ’αμπέλια μέσα εκόψαμε ένα δυο τσαμπιά σταφύλια και προχωρήσαμε. Όλη νύχτα βαδίζαμε. Τα ξημερώματα βρεθήκαμε από πάνω από τη Βιάνο στη Σύμη. Εκείνος που μας υποδέχτηκε πρωί πρωί ήτανε ο Ποδιάς. Είμαστε όλοι μια γραμμή στη πλαγιά της κορυφογραμμής. Έρχεται ο Ποδιάς και μας εχαιρέτισε δια χειραψίας ένα ένα και με τις λέξεις «καλώς ορίσατε παλικάρια».Και φτάξαμε στο λημέρι. Μας δώσανε και φάγαμε. Είχανε ψήσει κρέας. Υπήρχανε κάτι πλακούρες μεγάλες εκεί και ήτονε δυο πέτρες απάνω σ’άλλες το οποίο ήτανε το τραπέζι. Καθίσαμε κουρασμένοι πεινασμένοι, εφάγαμε καλά. Νερό υπήρχε πιο πέρα, κρύο νερό και ήπιαμε. Η εντολή είχε δοθεί από το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ότι θα γινόντανε αποβιβάσεις στην Κρήτη και οι οποίες εδόθη ειδοποίηση μετά ότι αναβάλλονται. Και έπρεπε να φύγομε. Μείναμε τρεις μέρες στο λημέρι. Λέω εγώ στο Γιάννη το Μαυραντώνη έλα να φύγομε και στο Γιάννη το Ζωγραφάκη και πήραμε κάτω τη πλαγιά κι ήρθαμε προς τη Κασταμονίτσα. Ο Μαυραντώνης δεν ήρθε. Έμεινε στο λημέρι. Στην Κασταμονίτσα ήτανε και οι οικογένειές μας. Τότε έγινε και το γεγονός της σύλληψης του Γιάννη του Ζωγραφάκη διότι ως αξιωματικός που πολέμησε στην Αλβανία είχανε εντολή από το γερμανικό στρατό να παρουσιάζονται κάθε Σαββάτο να δίδουνε το παρόν. Εγώ του είπα μάλιστα μη πας Γιάννη γιατί θα σε πιάσουνε. Αυτός είχε υπογράψει χαρτί μαζί με το Γιακουμάκη και άλλους αξιωματικούς να αντισταθούνε εναντίον του εχθρού και αυτό το χαρτί περιήλθε στα χέρια τω Γερμανώ οπότε ήτανε σεσημασμένος. Και ήρθε κάτω εδώ στη Γκεσταπώ του Καστελλίου να δώσει το παρόν. Εκεί τονε πιάσανε. Του είπανε δε φεύγεις τώρα είσαι αιχμάλωτος του Γερμανικού Στρατού. Τονε πήρανε και τονε πήγανε στην Αγυιά και εν συνεχεία εκτελέστηκε…
Μετά τα γεγονότα της Βιάννου που ακολούθησαν άρχισαν οι συλλήψεις των αξιωματικών. Η σειρά του Γιάννη Ζωγραφάκη δεν άργησε να φτάσει. Η αδερφή του Ευθυμία Ζωγραφάκη –Καρυωτάκη, βίωσε την σύλληψη του αδερφού της στην Κασταμονίτσα που διέμενε η οικογένεια του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και την περιγράφει : …στην διάρκεια της Κατοχής βρισκόμαστε με την οικογένειά μου στην Κασταμονίτσα. Ο πατέρας μου, πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου, μετά λίγο καιρό που πάτησαν οι Γερμανοί στο Καστέλλι παραιτήθηκε και μας πήρε και μας πήγε στην Κασταμονίτσα. Τον Οκτώβρη του 1943 ειδοποίησε η Μόνικα, (Γεωργία Μπαλτζάκη), από το Καστέλλι τον πατέρα μου Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη να κατεβάσει την αδερφή μου την Μαρία για αγγαρεία στους Γερμανούς. Τότε οι γυναίκες των χωριών πηγαίνανε στην αγγαρεία και μαγειρεύανε των Γερμανών, τους πλύνανε τα ρούχα, κάνανε τέτοιες γυναικείες δουλειές. Η Μόνικα ήταν διερμηνέας του Φρουράρχου που εμείς οι Καστελλιανοί τον φωνάζαμε «Κουτσάφτη».

Ο πατέρας μου ο Ξηρούχης δεν ήθελε να πάει η αδερφή μου η Μαρία στο Καστέλλι και την πήρε και τράβηξαν στο Λασίθι. Την πήγε στο σπίτι του αγροφύλακα Καρυωτάκη Βαγγέλη στο χωριό Γεροντομουρί. Με την οικογένεια του Καρυωτάκη είχαμε καλές οικογενειακές σχέσεις. Μετά μια μέρα, που έφυγε ο πατέρας μου με την Μαρία στο Λασίθι, φτάνουνε στην Κασταμονίτσα δυο γερμανικά αυτοκίνητα της Γκεστάπο, πεταλάδες τση λέγαμε. Θυμούμαι που ήταν Παρασκευή. Σταμάτησαν στο καφενείο και ζήτησαν τον αδερφό μου τον Γιάννη. Ο Γιάννης μας ήταν δάσκαλος στην Γάλυπε. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε σαν έφεδρος αξιωματικός. Τραυματίστηκε και δεν πήγαινε πια στο σχολείο, ήταν σε τιμητική διαθεσιμότητα. Και ο Γιάννης βρισκόταν μαζί με όλη την οικογένεια στην Κασταμονίτσα. Στο καφενείο του χωριού οι Γερμανοί βρήκαν τον πρόεδρο της Κασταμονίτσας, Παπαδοκωστάκης Χαρίδημος λεγόταν, και τον ρώτησαν που είναι ο Γιάννης Ζωγραφάκης. Ο πρόεδρος ήξερε αλλά προς τιμή του δεν είπε. Απάντησε ότι δεν είναι στο χωριό. Οι Γερμανοί έφυγαν από το καφενείο και κατευθύνθηκαν στο σπίτι που μέναμε εμείς, στην κάτω μεριά του χωριού. Ο Χαρίδημος Παπαδοκωστάκης έστειλε γρήγορα ένα Κασταμονιτσανό και ειδοποίησε τον Γιάννη μας από ένα άλλο δρόμο. Ο Γιάννης έφυγε από το σπίτι και πήγε και κρύφτηκε σε μια τοποθεσία που λέγεται «Χαμουκαρές». Οι Γερμανοί δεν τον βρήκαν, η μάνα μου τους είπε ότι λείπει και έφυγαν. Ο Γιάννης σε λίγη ώρα επέστρεψε στο σπίτι και ζήτησε από την μάνα μας να του ζεστάνει νερό να λουστεί γιατί έπρεπε να πάει την άλλη μέρα που ήταν Σάββατο στο Καστέλλι να δώσει το παρόν. Ο Γιάννης πήγαινε στο Καστέλλι κάθε δεκαπέντε μέρες το Σάββατο και έδιδε το παρόν όπως έκαναν όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί. Η μάνα μας του λέει μην πας Γιάννη, να φύγεις να κρυφτείς. Αυτός απαντά όχι μάνα θα πάω, αν δεν πάω θα’ρθούνε να συλλάβουν εσάς. Στην Κασταμονίτσα μέναμε εγώ, τα αδέρφια μου ο Παύλος, ο Γρηγόρης και η Μαρία που την είχε πάει ο πατέρας μου στο Λασίθι. Ο Κίμωνας και ο Χάρης ήτανε στην Μέση Ανατολή. Ο Κίμωνας είχε έρθει τον Ιούλιο και είχε κάνει το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο του Καστελλίου και έφυγε αμέσως πίσω.

Λούζεται ο αδερφός μου και την άλλη μέρα το πρωί ντύνεται με το κουστούμι του και κατεβαίνει στο Καστέλλι. Εκεί οι Γερμανοί τον συλλαμβάνουν και του περνούν χειροπέδες. Τον βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και τον φέρνουν πίσω στην Κασταμονίτσα να πάρει τα πράγματά του. Τον περνούν από το καφενείο αναζητώντας τον πατέρα μου τον Γιώργη τον Ξηρούχη και κατευθύνονται στο σπίτι. Κατεβαίνει ο Γιάννης και οι Γερμανοί πίσω του. Η μάνα μας επάγωσε μόλις είδε τις χειροπέδες και κιτρίνισε. Παρ’όλα αυτά μου λέει και τηγανίσαμε αυγά και πατάτες στους Γερμανούς, τους φέραμε και κρασί. Ο Γιάννης περιμένει, είχε πάρει λίγα ρούχα. Οι Γερμανοί πεταλάδες τελειώσανε το φαΐ και μπήκανε στο αμάξι. Ο Γιάννης βγήκε στο δρόμο και αγκάλιασε πρώτα εμένα. Μετά την μάνα μου. Η μάνα μου τον έσφιξε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Μπήκε στο αυτοκίνητο και φύγανε. Η μάνα μου απόμεινε στην ίδια θέση μέχρι που χάθηκαν στην μεγάλη στροφή του αμαξωτού δρόμου. Από τότε δεν τον ξανάδαμε τον Γιάννη. Ούτε εγώ ούτε η μάνα μου. Ο πατέρας μου εγύρισε από το Λασίθι μόλις έμαθε τα γεγονότα Θυμούμαι που έλεγε ότι δεν έπρεπε ο Γιάννης να πάει στο Καστέλλι να δώσει το παρόν. Καταριότανε τον εαυτό του που έλειπε εκείνες τις στιγμές κι ήταν στο Λασίθι. Πήγε στα Χανιά στην δίκη. Κρατούσε λεφτά. Οι Άγγλοι του είχαν δώσει χρυσές λίρες να σώσει τον αδερφό μου και τους άλλους κατηγορούμενους. Δικαζόταν τότε πολλοί αξιωματικοί. Τα λεφτά τα δώσανε αλλά ο Γιάννης μας καταδικάστηκε σε θάνατο. Μαζί με τον Μπετεινάκη, τον Μπέρκη, τον Γιακουμάκη και τον Πατεργιανάκη. Φαίνεται πως ο Γιάννης είδε τον πατέρα μας πριν την εκτέλεση και του έδωσε οδηγίες και χαιρετίσματα για μας. Μόλις εγύρισε ο πατέρας από τα Χανιά, έπεσε στο κρεβάτι. Θυμούμαι που έμεινε στο κρεβάτι ένα μήνα. Δεν εσηκώθηκε ούτε στο καφενείο να πάει. Ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του που έλειπε από το σπίτι όταν συλλάβανε οι Γερμανοί τον Γιάννη. Πάντα μας έλεγε ότι αν ήταν εδώ δεν θα τον άφηνε να πάει στο Καστέλλι αλλά θα μας έπαιρνε όλους να φεύγαμε στο βουνό. Από την εκτέλεση του αδερφού μου του Γιάννη και μετά ο πατέρας μου άλλαξε. Δεν ήταν ο Γιώργης ο Ξηρούχης, ο δυναμικός άντρας που ξέρανε όλοι. Δεν γελούσε πια, εγέρασε σε μια βραδιά.

Και η μάνα μου ποτέ δεν το ξεπέρασε. Αρρώστησε, έκλαιγε συνέχεια, έχασε τα λογικά της. Πολλές φορές μου έλεγε :

-Ευθυμία, παιδί μου, ακόμη μυρίζω την μυρωδιά του αδερφού σου έτσι όπως τον αγκάλιασα όταν μας αποχαιρέτισε και τον πήραν οι Γερμανοί. Δεν μου φεύγει από πάνω μου.

Και την έπαιρναν τα δάκρυα. Αυτό μου το΄λεγε μέχρι τα τελευταία της κι ας είχανε περάσει πενήντα χρόνια οπό εκείνο το μαύρο Σάββατο του 1943. Όταν εψυχομάχιε η μάνα μου, η τελευταία της λέξη ήτανε Γιάννη μου ! Γιάννη μου !
Έτσι εχάθηκε ο Γιάννης. Ο πιο σεμνός και ευγενικός άνθρωπος του Καστελλίου. Τραυματίστηκε στην Αλβανία από τους Ιταλούς και τον σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί. Μαζί με τον Γιάννη σκοτώσανε και όλους μας στην οικογένεια. Πήρανε ένα κομμάτι της ζωής μας.
Οι Γερμανοί. Μας πικράνανε πολύ…
Για την σύσκεψη στο Γεράκι ο αντ/χης Νικόλαος Πλεύρης γράφει στην έκθεσή του : …την 9ην Σεπτεμβρίου 1943 ο Συντ/ρχης Πλεύρης ειδοποιήθη υπό του αντισυνταγματάρχου Τομ Ταμπάμπιν επανελθόντος την προηγουμένην εξ Αφρικής να σπεύση προς συνάντησίν του. Εισήλθεν εις το Ηράκλειον μετά του Δημητρίου Τζατζά και παραλαβόντες και τον ιατρόν Μενέλαον Λιγνόν ανεχώρησαν δια Κασταμονίτσαν ένθα ειδικός σύνδεσμος θα τους οδήγει εις το μέρος της συναντήσεως με τον αντ/ρχην Τομ όπερ και συνέβη. Εν τω μεταξύ ο Καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς ειδοποίει δι’αγγελιαφόρων τους ενόπλους των μαχητικών Κοινοτικών ομάδων να συγκεντρωθούν εις ορισμένα σημεία, διότι θα εχρησιμοποιούντο. Εκάστη δε Κοινοτική Επιτροπή της Ε.Ο.Κ. να στείλει εις Δείκτην ανά δύο ενόπλους προς συνάντησίν των. Συγχρόνως εκάλει και εις το Γεράκι Πεδιάδος ωρισμένα εκ των στελεχών της οργανώσεως ίνα αποφανθούν επί των προτάσεών του, αίτινες συνίστατο εις πλήρην εξέγερσιν των μαχητικών ομάδων και συγκέντρωσιν τούτων εις Δείκτην, ίνα διατεθούν δια την δημιουργίαν ενός προγεφυρώματος ισχυρού προκειμένου να λάβη χώραν απόβασις συμμαχικού Στρατού εις τας ακτάς Βιάννου υπό την σκέπην αεροπορικού στόλου…

…ο Συντ/ρχης Μπετεινάκης μετέβη εις Γεράκι ένθα είχεν και ούτος κληθή υπό του Καπετάν Εμμανουήλ Μπαντουβά, συνοδευόμενος υπό του Ανθ/γού Μπέρκη εκ Κακού Χωρίου, (σημ. η σημερινή του ονομασία Μεταξοχώρι), ανθ/γού Πατεργιανάκη εκ Βόνης, Παχάκη και Λυδάκη εξ Αρχανών και Μολουδάκη Γεωργίου εκ Βαθυπέτρου. Επειδή όμως δεν προσήλθεν εις το Γεράκι ο Μπαντουβάς εθεώρησαν καλόν οι ως άνω να ανέλθουν εις Δείκτην προς συνάντησίν του, έλαβον όπλα και μετέσχον εις τον αγώνα…

«ιστορικές σελίδες από τα χωριά του Δήμου Καστελλίου»,


Αναδημοσίευση αποσπάσματος από το αφιέρωμα του Γιώργου Καλογεράκη*
«Η μεγάλη δίκη των αξιωματικών και η εκτέλεση των πέντε» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ.


*δάσκαλου-ιστορικού-ερευνητή
ΠΗΓΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως