12 Ιανουαρίου 2018

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ
Ὕμνοι ΕΙΣ ΔΙΑ
Οι Κρήτες πάντα ψεύτες. Άνακτα, για σένανε και τάφο οι Κρήτες εμαστόρεψαν. Μα εσύ όμως δεν πέθανες, αφού για πάντα υπάρχεις.
ΚΑΛΛ Υμν 1.1- 1.96
ΕΙΣ ΔΙΑ

Ζηνὸς ἔοι τί κεν ἄλλο παρὰ σπονδῇσιν ἀείδειν
λώϊον ἢ θεὸν αὐτόν, ἀεὶ μέγαν, αἰὲν ἄνακτα,
Πηλαγόνων ἐλατῆρα, δικασπόλον Οὐρανίδῃσι;
πῶς καί νιν, Δικταῖον ἀείσομεν ἠὲ Λυκαῖον;
5ἐν δοιῇ μάλα θυμός, ἐπεὶ γένος ἀμφήριστον.
Ζεῦ, σὲ μὲν Ἰδαίοισιν ἐν οὔρεσί φασι γενέσθαι,
Ζεῦ, σὲ δ᾽ ἐν Ἀρκαδίῃ· πότεροι, πάτερ, ἐψεύσαντο;
Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται· καὶ γὰρ τάφον, ὦ ἄνα, σεῖο
Κρῆτες ἐτεκτήναντο· σὺ δ᾽ οὐ θάνες, ἐσσὶ γὰρ αἰεί.
10ἐν δέ σε Παρρασίῃ Ῥείη τέκεν, ἧχι μάλιστα
ἔσκεν ὄρος θάμνοισι περισκεπές· ἔνθεν ὁ χῶρος
ἱερός, οὐδέ τί μιν κεχρημένον Εἰλειθυίης
ἑρπετὸν οὐδὲ γυνὴ ἐπιμίσγεται, ἀλλά ἑ Ῥείης
ὠγύγιον καλέουσι λεχώϊον Ἀπιδανῆες.
15ἔνθα σ᾽ ἐπεὶ μήτηρ μεγάλων ἀπεθήκατο κόλπων,
αὐτίκα δίζητο ῥόον ὕδατος, ᾧ κε τόκοιο
λύματα χυτλώσαιτο, τεὸν δ᾽ ἐνὶ χρῶτα λοέσσαι.
Λάδων ἀλλ᾽ οὔπω μέγας ἔρρεεν οὐδ᾽ Ἐρύμανθος,
λευκότατος ποταμῶν, ἔτι δ᾽ ἄβροχος ἦεν ἅπασα
20Ἀρκαδίη· μέλλεν δὲ μάλ᾽ εὔυδρος καλέεσθαι
αὖτις· ἐπεὶ τημόσδε, Ῥέη ὅτ᾽ ἐλύσατο μίτρην,
ἦ πολλὰς ἐφύπερθε σαρωνίδας ὑγρὸς Ἰάων
ἤειρεν, πολλὰς δὲ Μέλας ὤκχησεν ἁμάξας,
πολλὰ δὲ Καρίωνος ἄνω διεροῦ περ ἐόντος
25ἰλυοὺς ἐβάλοντο κινώπετα, νίσσετο δ᾽ ἀνήρ
πεζὸς ὑπὲρ Κρᾶθίν τε πολύστιόν τε Μετώπην
διψαλέος· τὸ δὲ πολλὸν ὕδωρ ὑπὸ ποσσὶν ἔκειτο.
καί ῥ᾽ ὑπ᾽ ἀμηχανίης σχομένη φάτο πότνια Ῥείη·
«Γαῖα φίλη, τέκε καὶ σύ· τεαὶ δ᾽ ὠδῖνες ἐλαφραί.»
30εἶπε καὶ ἀντανύσασα θεὴ μέγαν ὑψόθι πῆχυν
πλῆξεν ὄρος σκήπτρῳ· τὸ δέ οἱ δίχα πουλὺ διέστη,
ἐκ δ᾽ ἔχεεν μέγα χεῦμα· τόθι χρόα φαιδρύνασα,
ὦνα, τεὸν σπείρωσε, Νέδῃ δέ σε δῶκε κομίζειν
κευθμὸν ἔσω Κρηταῖον, ἵνα κρύφα παιδεύοιο,
35πρεσβυτάτῃ Νυμφέων, αἵ μιν τότε μαιώσαντο,
πρωτίστη γενεὴ μετά γε Στύγα τε Φιλύρην τε.
οὐδ᾽ ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν, ἀλλὰ τὸ χεῦμα
κεῖνο Νέδην ὀνόμηνε· τὸ μέν ποθι πολὺ κατ᾽ αὐτό
Καυκώνων πτολίεθρον, ὃ Λέπρειον πεφάτισται,
40συμφέρεται Νηρῆι, παλαιότατον δέ μιν ὕδωρ
υἱωνοὶ πίνουσι Λυκαονίης ἄρκτοιο.
εὖτε Θενὰς ἀπέλειπεν ἐπὶ Κνωσοῖο φέρουσα,
Ζεῦ πάτερ, ἡ Νύμφη σε —Θεναὶ δ᾽ ἔσαν ἐγγύθι Κνωσοῦ—
τουτάκι τοι πέσε, δαῖμον, ἄπ᾽ ὀμφαλός· ἔνθεν ἐκεῖνο
45Ὀμφάλιον μετέπειτα πέδον καλέουσι Κύδωνες.
Ζεῦ, σὲ δὲ Κυρβάντων ἑτάραι προσεπηχύναντο
Δικταῖαι Μελίαι, σὲ δ᾽ ἐκοίμισεν Ἀδρήστεια
λίκνῳ ἐνὶ χρυσέῳ, σὺ δ᾽ ἐθήσαο πίονα μαζόν
αἰγὸς Ἀμαλθείης, ἐπὶ δὲ γλυκὺ κηρίον ἔβρως·
50γέντο γὰρ ἐξαπιναῖα Πανακρίδος ἔργα μελίσσης
Ἰδαίοις ἐν ὄρεσσι, τά τε κλείουσι Πάνακρα.
οὖλα δὲ Κούρητές σε περὶ πρύλιν ὠρχήσαντο
τεύχεα πεπλήγοντες, ἵνα Κρόνος οὔασιν ἠχήν
ἀσπίδος εἰσαΐοι καὶ μή σεο κουρίζοντος.
καλὰ μὲν ἠέξευ, καλὰ δ᾽ ἔτραφες, οὐράνιε Ζεῦ,
ὀξὺ δ᾽ ἀνήβησας, ταχινοὶ δέ τοι ἦλθον ἴουλοι.
ἀλλ᾽ ἔτι παιδνὸς ἐὼν ἐφράσσαο πάντα τέλεια·
τῷ τοι καὶ γνωτοὶ προτερηγενέες περ ἐόντες
Οὐρανὸν οὐκ ἐμέγηραν ἔχειν ἐπιδαίσιον οἶκον.
60δηναιοὶ δ᾽ οὐ πάμπαν ἀληθέες ἦσαν ἀοιδοί.
φάντο πάλον Κρονίδῃσι διάτριχα δώματα νεῖμαι·
τίς δέ κ᾽ ἐπ᾽ Οὐλύμπῳ τε καὶ Ἄϊδι κλῆρον ἐρύσσαι,
ὃς μάλα μὴ νενίηλος; ἐπ᾽ ἰσαίῃ γὰρ ἔοικε
πήλασθαι· τὰ δὲ τόσσον ὅσον διὰ πλεῖστον ἔχουσι.
65ψευδοίμην, ἀίοντος ἅ κεν πεπίθοιεν ἀκουήν.
οὔ σε θεῶν ἐσσῆνα πάλοι θέσαν, ἔργα δὲ χειρῶν,
σή τε βίη τό τε κάρτος, ὃ καὶ πέλας εἵσαο δίφρου.
θήκαο δ᾽ οἰωνῶν μέγ᾽ ὑπείροχον ἀγγελιώτην
σῶν τεράων· ἅ τ᾽ ἐμοῖσι φίλοις ἐνδέξια φαίνοις.
70εἵλεο δ᾽ αἰζηῶν ὅ τι φέρτατον· οὐ σύ γε νηῶν
ἐμπεράμους, οὐκ ἄνδρα σακέσπαλον, οὐ μὲν ἀοιδόν·
ἀλλὰ τὰ μὲν μακάρεσσιν ὀλίζοσιν αὖθι παρῆκας
ἄλλα μέλειν ἑτέροισι, σὺ δ᾽ ἐξέλεο πτολιάρχους
αὐτούς, ὧν ὑπὸ χεῖρα γεωμόρος, ὧν ἴδρις αἰχμῆς,
75ὧν ἐρέτης, ὧν πάντα· τί δ᾽ οὐ κρατέοντος ὑπ᾽ ἰσχύν;
αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο,
τευχηστὰς δ᾽ Ἄρηος, ἐπακτῆρας δὲ Χιτώνης
Ἀρτέμιδος, Φοίβου δὲ λύρης εὖ εἰδότας οἴμους·
ἐκ δὲ Διὸς βασιλῆες, ἐπεὶ Διὸς οὐδὲν ἀνάκτων
80θειότερον· τῷ καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν.
δῶκας δὲ πτολίεθρα φυλασσέμεν, ἵζεο δ᾽ αὐτός
ἄκρῃσ᾽ ἐν πολίεσσιν, ἐπόψιος οἵ τε δίκῃσι
λαὸν ὑπὸ σκολιῇσ᾽ οἵ τ᾽ ἔμπαλιν ἰθύνουσιν·
ἐν δὲ ῥυηφενίην ἔβαλές σφισιν, ἐν δ᾽ ἅλις ὄλβον,
85πᾶσι μέν, οὐ μάλα δ᾽ ἶσον· ἔοικε δὲ τεκμήρασθαι
ἡμετέρῳ μεδέοντι· περιπρὸ γὰρ εὐρὺ βέβηκεν.
ἑσπέριος κεῖνός γε τελεῖ τά κεν ἦρι νοήσῃ,
ἑσπέριος τὰ μέγιστα, τὰ μείονα δ᾽ εὖτε νοήσῃ·
οἱ δὲ τὰ μὲν πλειῶνι, τὰ δ᾽ οὐχ ἑνί, τῶν δ᾽ ἀπὸ πάμπαν
90αὐτὸς ἄνην ἐκόλουσας, ἐνέκλασσας δὲ μενοινήν.
χαῖρε μέγα, Κρονίδη πανυπέρτατε, δῶτορ ἐάων,
δῶτορ ἀπημονίης· τεὰ δ᾽ ἔργματα τίς κεν ἀείδοι;
οὐ γένετ᾽, οὐκ ἔσται· τίς κεν Διὸς ἔργματ᾽ ἀείσει;
χαῖρε, πάτερ, χαῖρ᾽ αὖθι· δίδου δ᾽ ἀρετήν τ᾽ ἄφενός τε·
95οὔτ᾽ ἀρετῆς ἄτερ ὄλβος ἐπίσταται ἄνδρας ἀέξειν,
οὔτ᾽ ἀρετὴ ἀφένοιο· δίδου δ᾽ ἀρετήν τε καὶ ὄλβον.

ΣΤΟ ΔΙΑ
Στις σπονδές στο Δία τί θα ᾽τανε καλύτερο κανείς να τραγουδήσει
παρά τον πάντα μέγα αυτό θεό και βασιλιά παντοτινό,
των γιων της Γης το διώχτη και δικαστή των τέκνων τ᾽ Ουρανού;
Και πώς θα τον υμνήσουμε; Δικταίον ή Λυκαίο;
5Διχάζεται η ψυχή μου που ᾽ναι αμφιλεγόμενα όσα για τη γενιά του διηγούνται.
Δία, στης Ίδης λένε πως γεννήθηκες τα όρη,
κι άλλοι στην Αρκαδία· ψέματα απ᾽ τους δυο ποιοί είπανε, πατέρα;
Οι Κρήτες πάντα ψεύτες. Άνακτα, για σένανε και τάφο
οι Κρήτες εμαστόρεψαν. Μα εσύ όμως δεν πέθανες, αφού για πάντα υπάρχεις.
10Στην Παρρασία σε γέννησεν η Ρέα, εκεί που ήτανε πολύ
θαμνόσκεπο το όρος. Και γι᾽ αυτό εκεί ο χώρος
είναι ιερός. Κι ούτε κανένα που να έχει την ανάγκη της Ειλείθυιας
ζωντανό, κι ούτε γυναίκα τον σιμώνει, αλλά τόπο λεχωνιάς της Ρέας
από παλιά τον ονομάζουν οι Απιδανήες.
15Αφού η μητέρα σου σ᾽ απίθωσεν εκεί απ᾽ τον μεγάλο κόλπο της,
αμέσως πάσχισε να βρει τρεχούμενο νερό, της λεχωνιάς
τους ρύπους να ξεπλύνει, και το δέρμα σου μ᾽ αυτό να λούσει.
Μα τότε ο Λάδωνας δεν έτρεχε μεγάλος, ούτε κι ο Ερύμανθος
ο πιο καθάριος απ᾽ τους ποταμούς, κι άβροχη ήταν όλη ακόμα
20η Αρκαδία που έμελλε να την ειπούν πολύνερη.
Στον τόπο αυτό όταν έλυσε τη ζώνη της η Ρέα
πολλές βαλανιδιές υψώνονταν πάνω από εκεί που κύλαγε ο πολύνερος Ιάων
κι άμαξες αραδίζανε εκεί που τρέχει ο Μέλας
κι είχαν φωλιάσει στου Καρίωνα τις όχθες
25ζώα πολλά, και διάβαινε κανείς
πεζός, από τον Κράθη πάνω και τον πολυχάλικο Μετώπη,
διψασμένος, ενώ κάτω από τα πόδια του πολύ νερό βρισκόταν.
Και είπε τότε η σεβαστή Ρέα μ᾽ αμηχανία:
«Καλή μου Γη, κι εσύ έχεις γεννήσει, μα οι ωδίνες σου ελαφρές».
30Είπε, και το μεγάλο χέρι της τεντώνοντας ψηλά η θεά,
το όρος με το σκήπτρο χτύπησε, κι εκείνο τότες άνοιξε πολύ
και μέγα ρεύμα χύθηκε. Κι αφού σου δρόσισε το δέρμα, βασιλιά,
σε φάσκιωσε και σ᾽ έδωσε στη Νέδη να σε πάει
στης Κρήτης τη σπηλιάν, εκεί κρυφά να μεγαλώσεις,
35κοντά στην πιο σεβάσμια απ᾽ τις νύμφες, που ᾽καναν τότε τη μαμή,
και πρώτη στη γενιά της, ύστερ᾽ απ᾽ τη Στύγα κι από τη Φιλύρα.
Ούτε άφησεν απλήρωτη η θεά τη χάρη εκείνη, και το ρεύμα
εκείνο Νέδη ονόμασε. Και ξέχειλο
στην πόλη των Καυκώνων που ονομάζουν Λέπρεο
40με το ρεύμα του Νηρέα απαντιέται, κι είναι το παλαιότατο απ᾽ τα νερά
που πίνουν οι απόγονοι της Λυκαόνιας άρκτου.
Σαν βγήκεν από τις Θενές πηγαίνοντάς σε στην Κνωσό,
Δία πατέρα, η Νύμφη (οι Θενές κοντά ᾽ναι στην Κνωσό),
ο αφαλός σου έπεσεν εκεί, Θεέ, και έτσι εκείνο
45Ομφάλιο πεδίο αργότερα ονόμασαν οι Κύδωνες.
Κι ω Δία, οι συντρόφισσες, σε πήρανε στα χέρια, των Κορύβαντων,
της Δίκτης οι Μελίες και σε κοίμισε η Αδράστεια
σε λίκνο χρυσό και θήλασες τον πολυγάλακτο μαστό
της γίδας της Αμάλθειας κι έφαγες τη γλυκιά κηρήθρα,
50που η Πανακρίδα μέλισσα γοργά την είχε δέσει
πάνω στη Ίδης τα βουνά που Πάνακρα τα λένε.
Και χόρεψαν τριγύρω σου τον πρύλιν οι Κουρήτες
καθώς βαρούσαν τ᾽ άρματα, ώστε ν᾽ ακούει ο Κρόνος
ήχον ασπίδων μοναχά κι όχι το παιδικό σου κλάμα.
55Έτσι καλά μεγάλωσες, ουράνιε Δία, κι ετράφης
κι έφηβος ξάφνου γίνηκες και γρήγορα σου βγήκε χνούδι.
Και στην εντέλεια, ας ήσουνα παιδί, όλα τα συλλογιόσουν,
γι᾽ αυτό, κι ας ήταν μεγαλύτερα τ᾽ αδέρφια σου
δεν αρνηθήκαν σπίτι σου να ᾽χεις κι εσύ τον ουρανό, μερίδα σου απ᾽ τη μοίρα.
60Μα οι Δαναοί τραγουδιστές δε λέγαν πάντα αλήθεια,
πως τάχα τα παιδιά του Κρόνου μοίρασαν την εξουσία στα τρία με λαχνό.
Μα ποιός τον κλήρο ανάμεσα σε Όλυμπο και Άδη θα τραβούσε
και δε θα ᾽ταν ανόητος, αφού στον κλήρο μπαίνουνε ίσοι λαχνοί;
Όμως εδώ, τί διαφορά μεγάλη στους λαχνούς ανάμεσα!…
65Θα ᾽τανε ψέμα αν έλεγα πως έπειθαν όσους τους άκουγαν.
Μα εσένα δε σε βάλανε των Ουρανίων βασιλιά με κλήρο, έγινες με τα έργα των χεριών σου.
Η Βία και η Δύναμη σου παραστάθηκαν, γι᾽ αυτό τις τίμησες στο θρόνο σου κοντά.
Κι όρισες το πιο ωραίο απ᾽ τα πετούμενα αγγελιοφόρο
των σημαδιών σου, που στους φίλους μου δεξιά να τους τα φέρνεις.
70Κι απ᾽ τους θνητούς, τους πιο καλούς ξεχώρισες, κι ούτε των πλοίων
πήρες τους έμπειρους, ούτε άντρα πολεμάρχο, κι ούτε τραγουδιστή.
Όλους αυτούς σε πιο μικρούς τους άφησες θεούς
να τους υπηρετούν, ενώ εσύ διάλεξες άρχοντες πόλεων
που ελέγχουν αγροτιά και μαχητές και κουπολάτες κι όλους.
75Και τί δεν είναι κάτω από τη δύναμη όποιου κυβερνά.
Ανθρώπους του Ηφαίστου λένε τους χαλκιάδες,
τους μαχητές, του Άρη, ενώ τους κυνηγούς πως είναι της Χιτώνης
Αρτέμιδας· του Φοίβου όσοι ξέρουνε καλά να παίζουν με τη λύρα ύμνους.
Όμως από το Δία ορίζονται οι βασιλιάδες και τίποτε γι᾽ αυτούς από το Δία
80πιο θεϊκό. Για τούτο κι έκρινες στον κλήρο σου να πέσουν,
και πολιτείες τούς έδωσες για να φυλάνε, ενώ εσύ ο ίδιο κάθισες
στις ακροπόλεις εποπτεύοντας ποιοί με το δίκιο
τους λαούς τους κυβερνούν με δυσκολίες, ποιοί με τ᾽ άδικο.
Και πλούτη τούς εχάρισες και τόσην ευτυχία,
85μα όχι κι ίσα σ᾽ όλους τους. Και τούτο το αποδείχνει
ο βασιλιάς μας που μπροστά βρίσκεται από τους άλλους.
Κι ό, τι σκεφτεί το χάραμα, το πράττει ώσμε το βράδυ,
κι όσο για τα μικρότερα, μόλις στο νου τού μπούνε.
Άλλοι για τούτα θέλουν ένα έτος, για τ᾽ άλλα περισσότερο.
90Μα σ᾽ άλλα την εκτέλεση εμποδίζεις, επιθυμίες συντρίβοντας.
Χαίρε μεγάλε, πανυπέρτατο τέκνο του Κρόνου, δοτήρα ευημερίας,
δοτήρα ευδαιμονίας. Ποιός μπορεί τα έργα σου να ψάλει;
Δε γεννήθηκεν αυτός, ούτε υπάρχει. Ποιός μπορεί τα έργα του Διός να ψάλει;
Χαίρε πατέρα και ξανά χαίρε. Αρετή και πλούτο δίνε.
95Χωρίς την αρετήν ο πλούτος δε θ᾽ ανέβαζε ψηλά τον άντρα,
ούτε κι η αρετή χωρίς τον πλούτο. Δίνε αρετή και πλούτο.


• Θ. Παπαθανασόπουλος
ΠΗΓΗ
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=14
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?page=2&text_id=14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως